- ευαπόσπαστος
- ος , ον уст. легко отделимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευαπόσπαστος — η, ο (Α εὐαπόσπαστος, ον) αυτός που εύκολα αποσπάται ή αποχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο σπώ (πρβλ. αν απόσπαστος)] … Dictionary of Greek
εὐαπόσπαστα — εὐαπόσπαστος easy to be torn from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)